- προσφιλώς
- προσφιλῶς Ν ΜΑ, ποιητ. τ. προσφιλέως Αεπίρρ. βλ. προσφιλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφιλῶς — προσφιλής dear adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… … Dictionary of Greek
λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» … Dictionary of Greek
λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] … Dictionary of Greek
φιλερνώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλερνοῡντες ἐν συδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρνοῦμαι «αναδίδω, βλαστάνω» (< ἔρνος)] … Dictionary of Greek